- θρακόβολη
- ηζεστή στάχτη φωτιάς, η οποία περιέχει μικρά κομμάτια από αναμμένα κάρβουνα, θερμοσποδιά, χόβολη.[ΕΤΥΜΟΛ. < θρακοβόλι «το μέρος στο οποίο τοποθετείται η αθράκα» < θράκα + -βόλι < βάλλω (πρβλ. χόβολη)].
Dictionary of Greek. 2013.